- χαρακτηρολογία
- ηη ψυχολογία των ατομικών διαφορών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρακτηρολογία — η, Ν (ψυχολ.) όρος δηλωτικός τής ψυχολογικής διερεύνησης τών ατομικών χαρακτήρων, σε συνάρτηση με τα αίτια τα οποία επενεργούν καθοριστικά στην διαμόρφωση τους, με στόχο την ταξινόμηση τους κατά τύπους και ιδιοσυγκρασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
χαρακτηρολογικός — ή, ό, Ν [χαρακτηρολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρακτηρολογία («χαρακτηρολογική στατιστική») … Dictionary of Greek
ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
τυπολογία — η 1. η έρευνα των τύπων και των συμβόλων. 2. η έρευνα των ψυχολογικών και ανθρωπολογικών τύπων και η κατάταξή τους, η χαρακτηρολογία. 3. η έρευνα των κοινωνικών τύπων. 4. το σύνολο των εθιμοτυπικών κανόνων, η εθιμοτυπία, η ετικέτα. 5. η θεωρία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)